- ἔμβαρος
- ἔμ-βᾰρος, ον,A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,=
ἔμβαρος 11
), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch.II pregnant, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμβαρος 11
), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμβαρος — of weighty sense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα… … Dictionary of Greek
ἔμβαρον — ἔμβαρος of weighty sense masc/fem acc sg ἔμβαρος of weighty sense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάρου — ἔμβαρος of weighty sense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek